φωτό: Πίνακας του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης
Μακραίωνη είναι η ιστορία της παρολύμπιας περιοχής, σταθμός και κορύφωση όμως, αποτελεί η Επανάσταση του Ολύμπου του 1878.
Κατά το διάστημα από το 1875 έως το 1880, αναβρασμός επικρατεί στην περιοχή των Βαλκανίων. Η εξέγερση στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και την Βουλγαρία, και η κήρυξη του σερβοτουρκικού πολέμου προκαλούν την ανησυχία του ελληνισμού της Μακεδονίας και της Θράκης. Τον Απρίλιο του 1877 η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας δείχνοντας ενδιαφέρον για το σλαβικό στοιχείο και την εθνική χειραφέτηση των Βουλγάρων. Το ενδιαφέρον των Ρώσων για τους Βούλγαρους εξυπηρετούσε και τους πολιτικούς τους σκοπούς δηλαδή, την κάθοδο στο Αιγαίο και την Μεσόγειο.
Μέσα σ´ αυτό το κλίμα η ελληνική κυβέρνηση αφήνει τη φανερή υποστήριξη και διαχείριση των κινημάτων στις επαρχίες και τη Κρήτη σε ιδιώτες, στην Κεντρική Επιτροπή των σωματείων «Εθνική Άμυνα» και «Αδελφότης».
Η Μακεδονική Επιτροπή που συστήθηκε στα πλαίσια της Κεντρικής Επιτροπής με την παρότρυνση της κυβέρνησης συγκροτεί εκστρατευτικό σώμα 500 εθελοντών με καταγωγή από τη Μακεδονία, με αρχηγό τον Κοσμά Δουμπιώτη, λοχαγό και βοηθούς τους οπλαρχηγούς Γ. Τζαχείλα, Μ. Αποστολίδη, Μ. Τζίμα, Ν. Βλαχάβα, Τόλιο και Γιάννη Λάζο. Από την Αττική αναχωρούν τα ατμόπλοια «Ύδρα» και «Βυζάντιο», που μεταφέρουν το επαναστατικό σώμα με πολλά πολεμοφόδια. Το σώμα αποβιβάζεται τη νύχτα 15 προς 16 Φεβρουαρίου 1878 στην Πλάκα Λιτοχώρου, όπου ειδοποιημένοι οι Λιτοχωρίτες τους περιμέναν. Πρώτοι τους υποδέχθηκαν οι ψαράδες Βασίλειος Λαλούμης και Δημήτριος Κυπαρισσάς. Κατόπιν Λιτοχωρίτες μετέφεραν και αποθήκευσαν τα όπλα και τα πολεμοφόδια στο μετόχι της μονής του Αγίου Διονυσίου στην θέση Σκάλα.
Κάτω από το επαναστατικό λάβαρο του Δουμπιώτη τάχθηκαν αμέσως οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και των Πιερίων Βαγγέλης Χοστέβας, Παναγιώτης Καλογήρου, Δημήτριος Γκατζάρας, Γεώργιος Νταβέλης,ΗλίαςΖαρκάδας, Κώνστας Κυριακόπουλος Τσέλιος Τρομπάκης και άλλοι .
Εντωμεταξύ ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος λήγει με την ήττα της Τουρκίας. Η Ρωσία επιβάλλει την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου με την οποία δημιουργείτο η Μεγάλη Βουλγαρία, εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όμως στην πράξη πάνω σε πληθυσμούς και σε εδάφη ελληνικά, μέχρι τον Αλιάκμονα ποταμό και τον Όλυμπο, περίπου σε ολόκληρη τη Μακεδονία, αλλά και Θράκη, εκτός της περιοχής Αλεξανδρούπολης.
Την ίδια μέρα που υπογραφόταν η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, στις 19 Φεβρουαρίου 1878 οι αντιπρόσωποι των γειτονικών χωριών καταφτάνουν στο Λιτόχωρο, εκλέγουν και σχηματίζουν την ιστορική Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση της Μακεδονίας – με πρόεδρο τον Λιτοχωρινό πρόκριτο Ευάγγελο Κοροβάγκο.
Το πρώτο από τα έργα της προσωρινής κυβέρνησης ήταν η σύνταξη διακήρυξης που απευθυνόταν προς τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Με το έγγραφο αυτό η επαναστατημένοι Μακεδόνες κήρυσσαν «την ένωσιν της Μακεδονίας μετά της μητρός Ελλάδας» και ζητούσαν από την Ευρώπη να υποστηρίξει το δίκαιο αγώνα τους και να προστατέψει τα γυναικόπαιδα από την τουρκική θηριωδία. Και η διακήρυξη καταλήγει :
«Διά τούτο ηναγκάσθημεν να καταφύγωμεν εις τα όπλα, ίνα αποθάνωμεν τουλάχιστον ως άνθρωποι και Έλληνες, εάν δεν μας επιτραπή να ζήσωμεν ως άνθρωποι λογικοί και ελεύθεροι».
Την διακήρυξη υπογράφουν τα μέλη της κυβέρνησης και οι αντιπρόσωποι των χωριών «Σκοτίνης, Παντελεήμονος, Πούρλιας, Αιγάνης, Πυργετού, Ραψάνης , Κρανιάς, Οζηρού, Σκαμνιών, Βολιανών, Καρυάς, Σέλλας, Κοκκινοπλού, Λιβαδίου, Αγίου Δημητρίου, Βροντούς, Κουντουριώτισσας, Μαλαθριάς, Καρίτσης,Στυπίου,Ζιάζιακου, Καρυών, Μηλέας, Μόρνας, Δράνιτσας, Κουλουκουρίου,Βελβενδού, Καταφυγίου». Στην κυβέρνηση συμπεριελήφθη σε λίγο και ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, φλογερός πατριώτης και ικανότατος ιεράρχης.
Από τις πρώτες μέρες της επανάστασης και σε σύντομο χρονικό διάστημα όλα τα χωριά του Ολύμπου και των Πιερίων από την Ραψάνη ως το Βελβενδό είχαν περιέλθει στα χέρια των επαναστατών. Μόνο η Κατερίνη παρέμενε υπό τον έλεγχο των Τούρκων.
Στον Κολινδρό στις 22 Φεβρουαρίου ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος περιστοιχιζόμενος από τους αρχηγούς Βαγγέλη Χοστέβα, Παύλο Πατραλέξη και τους άντρες τους ύψωσε επίσημα την σημαία της επανάστασης. Μερικές μέρες μετά πυρπόλησε το επισκοπικό μέγαρο και αποχώρησε από τον Κολινδρό σε πιο οχυρή θέση, στη Μονή των Αγίων Πάντων.
Στο μεταξύ τουρκικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Κατερίνη υπό την ηγεσία του Ασάφ πασά που ήρθε από το Κόσοβο. Ο Ασάφ πασάς αρχικά κινήθηκε προς το Λιμπάνοβο (Αιγίνιο) και κατέλαβε τον Κολινδρό στις 28 Φεβρουαρίου. Στη συνέχεια στις 3 Μαρτίου με πέντε τάγματα τακτικού στρατού και δύο τηλεβόλα επιτίθεται κατά του Λιτοχώρου. Αμέσως εξουδετερώνει την μικρή φρουρά που αποτελούνταν από τον επιλοχία Ρεΐζη, 13 εθελοντές και 200 ντόπιους που για πρώτη φορά πήραν όπλο στα χέρια τους.
Λεηλατεί και λαφυραγωγεί τα σπίτια γκρεμίζει διά τηλεβόλου το καμπαναριό και την σκέπη του Αγίου Δημητρίου και πυρπολεί τα 280 από τα 500 σπίτια του χωριού και εννέα εκκλησίες. Κάποιοι εναπομείναντες άρρωστοι κατακρεουργήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν, γέροντες κάηκαν,ναοί μετατράπηκαν σε στάβλους. Αιγοπρόβατα, βόδια και μεγάλες ποσότητες καλαμποκιού από το Βαρικό αρπάχτηκαν και πουλήθηκαν στην αγορά της Κατερίνης. Τα γυναικόπαιδα κατόρθωσαν να σωθούν, άλλα στα γύρω δάση και άλλα στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου κατέφυγαν και τα γυναικόπαιδα «των πέριξ χωριών υπέρ τας εικοσακιχιλίαςψυχάς μετά της τιμιοτέρας κινητής περιουσίας αυτών».
Ο Ασάφ πασάς στη συνέχεια καταλαμβάνει και την αποθήκη των πολεμοφοδίων στο μετόχι της μονής στην Σκάλα και προσκαλεί αυτούς που κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στο μοναστήρι να επιστρέψουν, απειλώντας με επίθεση και βομβαρδισμό. Οι ταλαιπωρημένοι και δυστυχείς Λιτοχωρίτες «εν υπαίθρω και ανά τα όρη πλανώμενοι» άστεγοι , άσιτοι, άμοιροι, αποφάσισαν να επιστρέψουν. Αφού πρώτα έστειλαν τον Γαργαλιά με λευκή σημαία στον πασά, λέγοντας «ράι», κατέβηκαν και πέρασαν όλοι κάτω από τα σπαθιά των τούρκων στην «Κατεβάστρα» και προσκύνησαν τον Ασάφ Πασά μπροστά στο σπίτι του Ευαγγελίδη.
Τακτοποιήθηκαν, όπως όπως, στα λίγα σπίτια, που διασώθηκαν. Δυστυχώς όμως επακολούθησαν και πάλι βαναυσότητες και βιασμοί. Μετά από 15 μέρες οι Λιτοχωρίτες μεταφέρθηκαν ρακένδυτοι και νηστικοί με πλοία στην Θεσσαλονίκη. Οι πρόσφυγες, όσοι δεν είχαν συγγενείς στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό νοσοκομείο, στην μητρόπολη, στα μετόχια, στα χάνια, στους αλευρόμυλους, και στις εξοχικές κατοικίες των πλουσίων Ελλήνων, στην συνοικία των Πύργων. Ο πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνος Βατικιώτης και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης συνέστησαν επιτροπές που διενεργούσαν εράνους μεταξύ των Ελλήνων για την ανακούφιση των προσφύγων. Πολλοί από αυτούς τους Λιτοχωρίτες έμειναν μόνιμα, αφομοιώθηκαν με τους Θεσσαλονικείς, και αποτέλεσαν τον πυρήνα της παροικίας των «εν Θεσσαλονίκη Λιτοχωριτών».
Στις 19 Απριλίου 1878 με τη διαμεσολάβηση Άγγλων διπλωματών συμφωνήθηκε στο Λουτρό Καρδίτσας (επίκεντρο της θεσσαλικής εξέγερσης) η κατάπαυση του πυρός από τα επαναστατικά σώματα που δρούσαν στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία με την υπόσχεση γενικής αμνηστίας από την πλευρά της Τουρκίας και με την υπόσχεση ότι θα ληφθούν υπ’ όψιν οι αγώνες και ότι οι Ελληνικοί πόθοι θα προστατευθούν στο συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878.
Οι επαναστάτες αφού πέρασαν τα σύνορα, άλλοι με πλοία και άλλοι πεζοπορώντας, μετέβησαν στον Πειραιά και στην Αθήνα (Μάιος 1878). Το υπόλοιπο διάστημα του ´78 τα χωριά που επαναστάτησαν υπέφεραν από τις ληστείες που διέπρατταν τα διάφορα σώματα Κιρκασίων και Τουρκαλβανών, αλλά και τακτικών ή άτακτων τουρκικών στρατευμάτων. Βιαιοπραγίες, φυλακίσεις, λεηλασίες αρπαγές και φόνοι αθώων ακολούθησαν.
Έτσι τελείωσε η Επανάσταση του Ολύμπου το 1878, η οποία ενίσχυσε Διπλωματικά την θέση της Ελλάδας στο συνέδριο του Βερολίνου, που αναθεώρησε τους όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, περιόρισε δηλαδή την Βουλγαρία στα φυσικά της σύνορα και απέδωσε στην Ελλάδα 3 χρόνια μετά, την Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου.
Παρά την κατάληξή της, η Επανάσταση του Ολύμπου κράτησε ζωντανό το επαναστατικό φρόνημα της Μακεδονίας και έθεσε τις βάσεις για τον Μακεδονικό Αγώνα των αρχών του 20ού αιώνα.