.
Γεννήθηκε στην Σκοτίνα Πιερίας το 1800, γόνος μεγάλης εκκλησιαστικής οικογένειας, με αδιάλειπτη παρουσία στην Εκκλησία από το 16ο αιώνα έως σήμερα. Το 1818, εκάρη μοναχός στη Μονή Ολυμπιωτίσσης. Στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Τσαριτσάνης, στην οποία και δίδασκε ο μέγας Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Το 1824 χειροτονείται Πρεσβύτερος στη Μονή Σπαρμού Ελασσόνας και αργότερα Πρωτοσύγκελος. Το 1827, με την μετάθεση του Μητροπολίτη Πορφύριου στην Μητρόπολη Μυτιλήνης, τον ακολουθεί και ο Καλλίνικος ως Πρωτοσύγκελος. Το 1830 στάλθηκε από τους Πατέρες στη Δράμα, ως τοποτηρητής του κτήματος που κατείχε εκεί η Μονή Σπαρμού. Και από εκεί κλήθηκε ως Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά τον θάνατο του Πορφυρίου, χειροτονείται επίσκοπος (1851) και αναλαμβάνει Μητροπολίτης Μυτιλήνης έως το 1853 ή 1855, που μετατέθηκε στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Το 1858 εκλέγεται στο δεύτερο τη τάξει Πατριαρχείο, ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Κτίζει με δικές του δαπάνες τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην γενέτειρά του, το σχολείο που διατηρείται ακόμη και σήμερα, ενώ αγοράζει όλο το χωριό από τους Τούρκους και αφήνει ισόβιο κληροδότημα στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω, από 300 οθωμανικές λίρες, για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Επίσης, με δική του δαπάνη σπουδάζουν οι Δημήτριος Βερναρδάκης από τη Μυτιλήνη και ο Ιωάννης Ολύμπιος από τη Σκοτίνα. Είχε την τιμή να φέρει τα άμφια του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιφέρει την ένωση με την Κοπτική Εκκλησία, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στη λύση του «Λειμωνιακού ζητήματος».
Στις 24 Μαΐου 1861 παραιτείται του θρόνου για λόγους υγείας. Σε εκλογή για την ανάδειξη Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πλειοψήφησε, παρά την θέλησή του και δεν δέχτηκε τον θρόνο. Πέθανε στη Μυτιλήνη το 1889 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη, κατόπιν εντολής του Σουλτάνου.
Τιμάται ιδιαιτέρως στη Σκοτίνα ως Μέγας Ευεργέτης. Η προτομή του βρίσκεται στην κεντρική Πλατεία της Άνω Σκοτίνας, αλλά και στην Μυτιλήνη.