Κύριε Δήμαρχε,
Σας ευχαριστώ θερμώς για την εξαιρετική τιμή που μου περιποιείτε, ανακηρύσσοντάς με Επίτιμο Δημότη του Δήμου Δίου-Ολύμπου, του πανέμορφου αυτού τόπου, όπου δεσπόζει η επιβλητική αρχοντιά του Ολύμπου. Οφείλω να διευκρινίσω, για πολλοστή φορά, αφενός ότι η τιμή αυτή δεν αφορά το πρόσωπό μου αλλά τον θεσμό τον οποίο εκπροσωπώ, ήτοι εκείνον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και, αφετέρου και συνακόλουθα, ότι η ως άνω τιμή συνεπάγεται, αυτοθρόως, το χρέος του εκ μέρους μου πλήρους σεβασμού τόσο της μακραίωνης και πολυσήμαντης Ιστορίας του Λιτοχώρου όσο και των διδαγμάτων της.
Ι. Επιτρέψατέ μου, λοιπόν, να επικεντρώσω την ομιλία μου στην ηρωϊκή Επανάσταση του Ολύμπου, την 140η επέτειο της οποίας με λαμπρότητα εορτάζουμε σήμερα, προκειμένου να περιγράψω τα διαδοχικά βήματα της έκρηξης και της εξέλιξής της:
- A. Το 1875, πολλές βαλκανικές περιοχές άρχισαν ν’ αναπτύσσουν συντονισμένη δράση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια, το Ανατολικό Ζήτημα οδηγήθηκε σε κρίσιμη φάση. Το 1878 υπογράφεται η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, με την οποία δημιουργείται η «Μεγάλη Βουλγαρία», οπότε τίθενται σε μεγάλο κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος.
Β. Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 εκδηλώθηκε η εξέγερση στο Λιτόχωρο. Ο συγκεκριμένος τόπος επιλέχθηκε λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης, καθώς θα διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό των εξεγερμένων μέσω της επικοινωνίας με την ημιανεξάρτητη Θεσσαλία. Το σχέδιο για την Επανάσταση φέρεται να εγκρίθηκε από την Κεντρική Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα, της οποίας Πρόεδρος ήταν ο νομομαθής Παύλος Καλλιγάς, υπό την μυστική συμπαράσταση του, τότε Προξένου της Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Βατικιώτη και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Οι Τούρκοι, όταν πληροφορήθηκαν από τους Άγγλους τα σχέδια των Μακεδόνων, ανακάλεσαν τους Θεσσαλονικείς άρχοντες στην Αθήνα.
Γ. Ωστόσο, η εκστρατεία ξεκίνησε και επικεφαλής τέθηκε ο Λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης. Μαζί του ήταν και οι απόγονοι της ηρωικής οικογένειας των Λαζαίων, Τόλιος και Γιαννάκης Λάζος, ο Γεώργιος Ζαχείλας, ο Τζίμας, ο Αποστολίδης και ο Βλαχάβας, συνολικά πάνω από 500 άνδρες, οι οποίοι αποβιβάσθηκαν στις 15 Φεβρουαρίου στην Πλάκα Λιτοχώρου, από δύο καράβια, το «Βυζάντιο» και την «Ύδρα». Στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου μεταφέρθηκαν πολεμοφόδια, ενώ 2.500 άνδρες από τις γύρω περιοχές κινήθηκαν για να συμμετάσχουν στον Αγώνα.
Δ. Σημαντικό γεγονός για την πορεία της Επανάστασης υπήρξεν ο σχηματισμός, από αντιπροσώπους της Επαρχίας του Ολύμπου, της προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης, στις 19 Φεβρουαρίου 1878, ημέρα Κυριακή.
Ε. Η Επαναστατική Κυβέρνηση του Λιτοχώρου προέβη στην έκδοση προκήρυξης, η οποία απευθυνόταν στις Μεγάλες Δυνάμεις και ειδικότερα στους προξένους της Ρωσίας, Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Αμερικής, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στην Θεσσαλονίκη. Σε πρώτη φάση φάνηκε να πετυχαίνει η Επανάσταση, καθώς ο Τούρκος διοικητής της Κατερίνης Ντερβίς Μπαμπά δήλωσε υποταγή, θέτοντας τον όρο να διασφαλισθεί η σωματική ακεραιότητα των Τούρκων της Κατερίνης. Το σχέδιο όμως απέτυχε, επειδή προδόθηκε από τον τσιφλικά Γιάννη Μπίτσιο, ο οποίος ήταν και διερμηνέας στο βρετανικό προξενείο στην Θεσσαλονίκη και τον ενδιέφερε να μην πάθουν τίποτα τα τσιφλίκια του. Δηλαδή, ο Μπίτσιος συνεννοήθηκε με τους Τούρκους και συντόμως έγινε ανακατάληψη της Κατερίνης από τον Ασάφ Πασά.
ΣΤ. Τα γεγονότα, από εκεί και πέρα, κύλησαν ραγδαία και δραματικά:
- Oι Τούρκοι προχώρησαν προς το Κίτρος και την Κατερινόσκαλα. Στις 25 Φεβρουαρίου βάδισαν προς τον Κολινδρό και ο Μητροπολίτης Κίτρους Νικόλαος πυρπόλησε ο ίδιος την Μητρόπολη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων τα ιερά κειμήλια.
- Γυναίκες και παιδιά (περίπου 3.000 άτομα) έφυγαν από τον Κολινδρό και κατέφυγαν στη Μονή Αγίων Πάντων, όπου κινδύνευσε η ζωή τους από έλλειψη τροφής και από τις κακουχίες, καθώς βίωσαν συνθήκες ανάλογες μ’ εκείνες των Πολιορκημένων στο Μεσολόγγι. Για να μην πέσουν στους εχθρούς τους, ακολούθησαν το παράδειγμα των γυναικών στο Ζάλογγο και στην Αραπίτσα, θυσιάζοντας τις ζωές τους.
- Ο Δουμπιώτης δεν πρόλαβε να βοηθήσει στην άμυνα του Λιτοχώρου, το οποίο ανακατέλαβαν οι Τούρκοι, στις 4 Μαρτίου. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν, τότε, 9 εκκλησίες και 320 σπίτια και σκότωσαν τους κατοίκους του χωριού. Η βοήθεια που περίμεναν οι επαναστάτες από τον Νότο δεν ήρθε ποτέ και 2.800 όπλα που είχαν σταλεί με το πλοίο «Βυζάντιο» στην Πλάκα Λιτοχώρου έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Όσα από τα γυναικόπαιδα του Λιτοχώρου είχαν καταφύγει στην μονή Αγίου Διονυσίου, μεταφέρθηκαν στην Θεσσαλονίκη και τέθηκαν υπό την προστασία των εκεί προξένων.
Ζ. Ο επίλογος της Επανάστασης γράφηκε στην Λαμία, με την υπογραφή της ανακωχής στο Σμόκοβο, στις 19 Απριλίου 1878. Εκεί οι Επαναστάτες διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Ειρήνης με τους Άγγλους, οι οποίοι ενήργησαν υπέρ των συμφερόντων τους και στήριξαν τους Οθωμανούς, λόγω της παραχώρησης σ’ αυτούς της Κύπρου. Επίσης, δόθηκε αμνηστία στους οπλαρχηγούς, οι οποίοι όμως επέστρεψαν στα ορεινά μέρη του Ολύμπου, για να προετοιμάσουν νέες εξεγέρσεις.
ΙΙ. Παρά την καταστολή της, που συνοδεύθηκε από καταστροφές χωριών και βιαιοπραγίες, η Επανάσταση στο Λιτόχωρο επέτυχε, προφανώς, να ενισχύσει την διπλωματική θέση της Ελλάδας στο Συνέδριο του Βερολίνου.
Α. Έτσι, αναθεωρήθηκαν οι όροι της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και η Βουλγαρία περιορίσθηκε στα παλαιά της σύνορα. Επιπλέον, η ηρωϊκή αυτή Επανάσταση των προγόνων σας αποτέλεσε προοίμιο του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων, οι οποίοι οδήγησαν τελικώς στην πολυπόθητη ένωση της Μακεδονίας με την ελεύθερη Ελλάδα.
Β. Για ν’ αντιληφθούμε πληρέστερα τον κίνδυνο, στον οποίο είχαν περιέλθει τα εθνικά συμφέροντα με την υπογραφή των προκαταρκτικών όρων της Συνθήκης Ειρήνης του Αγίου Στεφάνου στις 21 Φεβρουαρίου 1878, οπότε, συνακόλουθα, για να εκτιμήσουμε ορθά το πόσο σημαντική υπήρξεν η Επανάσταση του Λιτοχώρου, αξίζει ν’ αναφερθούν τ’ ακόλουθα από την κλασική μελέτη του Καθηγητή Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου, με τίτλο «Το Μακεδονικό Ζήτημα»: «Ολόκληρος ο Ελληνισμός συγκλονίσθηκε από τους προκαταρκτικούς όρους της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου. Οι Ελληνικοί Σύλλογοι της Κωνσταντινουπόλεως ανάλαβαν και πάλι την πρωτοβουλία για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης και δραστηριοποιήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις για την υποστήριξη των ελληνικών δικαίων με τη δημοσίευση στατιστικών και εθνολογικών χαρτών και την πραγματοποίηση πολυάριθμων εγγράφων διαμαρτυριών, που υποβλήθηκαν εκ μέρους των ελληνικών πληθυσμών των υπόδουλων επαρχιών προς την Πύλη και τις μεγάλες δυνάμεις. Οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης αντέδρασαν ζωηρά στα προβλεπόμενα από τους προκαταρκτικούς όρους της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου. Τη μεγάλη αγανάκτησή τους για την άδικη και κατάφωρη παραβίαση των αρχών του διεθνούς δικαίου έσπευσαν να την εκφράσουν προς όλες τις κατευθύνσεις με αλλεπάλληλες αναφορές. Οι αναφορές αυτές προέρχονταν από όλες τις ελληνικές κοινότητες της μείζονος Μακεδονίας, ελληνόφωνες, σλαβόφωνες, βλαχόφωνες, αλβανόφωνες, οι οποίες υπογράμμιζαν την κατηγορηματική αντίθεσή τους στους προκαταρκτικούς όρους της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, διατράνωναν την ελληνική συνείδησή τους και διεκδικούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα ή σε αντίθετη περίπτωση τη διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας στον μακεδονικό χώρο».[1]
IΙΙ. Υπό τα ως άνω δεδομένα, η Επανάσταση του Λιτοχώρου το 1878 μας αφήνει σημαντικές ιστορικές παρακαταθήκες, οι οποίες αποτελούν πάντα δείκτη πορείας και για τα Εθνικά μας Θέματα, ιδίως δε σήμερα. Συγκεκριμένα:
Α. Ως προς την Τουρκία: Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας. Όμως, οι σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας με την Τουρκία, όπως επίσης και η ευρωπαϊκή της προοπτική -την οποία εμείς, οι Έλληνες, στηρίζουμε- εξαρτάται από τον πλήρη σεβασμό του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ιδιαιτέρως δε από τον πλήρη σεβασμό της Συνθήκης της Λωζάνης και του Δικαίου της Θαλάσσης, το οποίο δεσμεύει την Τουρκία με την μορφή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, εφαρμοζόμενων εν συνόλω και όχι επιλεκτικώς. Επιπλέον, η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία κατοχυρώνει τα σύνορα, το έδαφος και την κυριαρχία τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αναθεωρείται ούτε επικαιροποιείται και είναι απολύτως σαφής, δίχως ν’ αφήνει ίχνος «γκρίζων ζωνών». Υπό τα δεδομένα αυτά η Τουρκία πρέπει να κατανοήσει και να σεβασθεί κάτι που τόνισε και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ότι η περίοδος και η πρακτική των προκλήσεων και πολύ περισσότερο, των εισβολών, σε Ελληνικό και κάθε Ευρωπαϊκό έδαφος, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Και ας μην τολμήσει η Τουρκία να δοκιμάσει τις αντοχές της Ευρώπης.
Β. Ως προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας: Στηρίζουμε την πορεία ένταξης της φίλης ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Τούτο όμως, για λόγους σεβασμού της Ιστορίας, του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, προϋποθέτει προηγούμενη λύση ως προς το όνομά της, η οποία θα εξαλείφει κάθε ίχνος αλυτρωτισμού. Κατόπιν τούτου ένας τρόπος υπάρχει για να προχωρήσει η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Πρώτον, προηγούμενη αναθεώρηση προς αυτή την κατεύθυνση του συντάγματός της. Δεύτερον, όποιο όνομα κι αν επιλεγεί, να μην έχει ίχνος αλυτρωτισμού. Είτε σε ό,τι αφορά σύνορα, είτε σε ό,τι αφορά την εθνότητα είτε σε ό,τι αφορά την γλώσσα. Όταν, λοιπόν, συμφωνήσουν οι γείτονές μας ότι προσαρμόζονται στο Διεθνές Δίκαιο, στο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και, βεβαίως, στην Ιστορία, τότε είμαστε εδώ. Διαφορετικά δεν μπορούμε να δεχθούμε μια τέτοια πορεία, αφού τούτο θα ήταν αντίθετο με βασικές αρχές, τις οποίες έχουμε αναδείξει εδώ και καιρό.
- Ας σημειωθεί ότι η ως άνω θέση αναδεικνύει, εκτός από τον σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, και τον σεβασμό της Ελλάδας, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την θεσμική υπόσταση της ΠΓΔΜ ως δημοκρατικού κράτους δικαίου. Πραγματικά, θα ήταν αδιανόητο για την Ελλάδα, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της γνήσιας δημοκρατικής τους παράδοσης, να υπογράψουν συμφωνία περί του ονόματος και των εγγυήσεων αλυτρωτισμού, η οποία θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το σύνταγμα της χώρας αυτής. Αγνοώντας μάλιστα και τις βαρύτατες ευθύνες που θα μπορούσε να δημιουργήσει για τον ίδιο τον κ. Ζάεφ, εντός της χώρας του, μια τέτοια συνειδητή, εκ μέρους του, παραβίαση του συντάγματος της ΠΓΔΜ.
Κύριε Δήμαρχε,
Αναχωρώντας από τον Ιστορικό Δήμο Δίου-Ολύμπου, με τον άκρως τιμητικό τίτλο του Επίτιμου Δημότη του, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι όσα εξέθεσα θ’ αποτελέσουν καθοριστικής σημασίας δείκτη πορείας κατά την άσκηση των καθηκόντων μου. Επιπλέον, διατηρώ τις καλύτερες αναμνήσεις της έξοχης φιλοξενίας που μου επιφυλάξατε, για την οποία και πάλι βαθύτατα σας ευχαριστώ.
[1] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, «Το Μακεδονικό Ζήτημα: 1856-1913», Ειδική έκδοση για την εφημερίδα TO BHMA, Αθήνα, 2009, σελ. 62-63.
πηγή: Επίσημη ιστοσελίδα της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας presidency.gr
.