ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΤΟΥ 1878 (συνέχεια)

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΤΟΥ 1878  (συνέχεια)

Στον Κολινδρό στις 22 Φεβρουαρίου ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος περιστοιχιζόμενος από τους αρχηγούς Βαγγέλη Χοστέβα, Παύλο Πατραλέξη και τους άντρες τους ύψωσε επίσημα την σημαία της επανάστασης. Μερικές μέρες μετά πυρπόλησε το επισκοπικό μέγαρο και αποχώρησε από τον Κολινδρό σε πιο οχυρή θέση,  στη Μονή των Αγίων Πάντων.

Στο μεταξύ τουρκικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Κατερίνη υπό την ηγεσία του Ασάφ πασά που ήρθε από το Κόσοβο. Ο Ασάφ πασάς αρχικά κινήθηκε προς το Λιμπάνοβο (Αιγίνιο) και κατέλαβε τον Κολινδρό στις 28 Φεβρουαρίου. Στη συνέχεια στις 3 Μαρτίου με πέντε τάγματα τακτικού στρατού και δύο τηλεβόλα επιτίθεται κατά του Λιτοχώρου. Αμέσως εξουδετερώνει την μικρή φρουρά που αποτελούνταν από τον επιλοχία Ρεΐζη, 13 εθελοντές και 200 ντόπιους που για πρώτη φορά πήραν όπλο στα χέρια τους.

Λεηλατεί και λαφυραγωγεί τα σπίτια γκρεμίζει διά τηλεβόλου το καμπαναριό και την σκέπη του Αγίου Δημητρίου και πυρπολεί τα 280 από τα 500 σπίτια του χωριού και εννέα εκκλησίες. Κάποιοι εναπομείναντες άρρωστοι κατακρεουργήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν, γέροντες κάηκαν,ναοί μετατράπηκαν σε στάβλους. Αιγοπρόβατα, βόδια και μεγάλες ποσότητες καλαμποκιού από το Βαρικό αρπάχτηκαν και πουλήθηκαν στην αγορά της Κατερίνης. Τα γυναικόπαιδα κατόρθωσαν να σωθούν, άλλα στα γύρω δάση και άλλα στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου,  όπου κατέφυγαν και τα γυναικόπαιδα «των πέριξ χωριών υπέρ τας εικοσακιχιλίαςψυχάς μετά της τιμιοτέρας κινητής περιουσίας αυτών».

Ο Ασάφ πασάς στη συνέχεια καταλαμβάνει και την αποθήκη των πολεμοφοδίων στο μετόχι της μονής στην Σκάλα και προσκαλεί αυτούς που κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στο μοναστήρι να επιστρέψουν, απειλώντας με επίθεση και βομβαρδισμό. Οι ταλαιπωρημένοι και δυστυχείς Λιτοχωρίτες «εν υπαίθρω και ανά τα όρη πλανώμενοι» άστεγοι , άσιτοι, άμοιροι, αποφάσισαν να επιστρέψουν. Αφού πρώτα έστειλαν τον Γαργαλιά με λευκή σημαία στον πασά,  λέγοντας «ράι», κατέβηκαν και πέρασαν όλοι κάτω από τα σπαθιά των τούρκων στην «Κατεβάστρα» και προσκύνησαν τον Ασάφ Πασά μπροστά στο σπίτι του Ευαγγελίδη.

Τακτοποιήθηκαν,  όπως όπως,  στα 100 περίπου σπίτια,  που διασώθηκαν. Δυστυχώς όμως επακολούθησαν και πάλι βαναυσότητες και βιασμοί. Μετά από 15 μέρες οι Λιτοχωρίτες μεταφέρθηκαν ρακένδυτοι και νηστικοί με τουρκικά και λιτοχωρίτικα πλοία στην Θεσσαλονίκη. Οι πρόσφυγες, όσοι δεν είχαν συγγενείς στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό νοσοκομείο, στην μητρόπολη, στα μετόχια,  στα χάνια, στους αλευρόμυλους, και στις εξοχικές κατοικίες των πλουσίων Ελλήνων, στην συνοικία των Πύργων. Ο πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνος Βατικιώτης και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης συνέστησαν επιτροπές που διενεργούσαν εράνους μεταξύ των Ε λλήνων για την ανακούφιση των προσφύγων. Πολλοί από αυτούς τους Λιτοχωρίτες έμειναν μόνιμα, αφομοιώθηκαν με τους Θεσσαλονικείς, και αποτέλεσαν τον πυρήνα της παροικίας των «εν Θεσσαλονίκη Λιτοχωριτών».

Στις 19 Απριλίου 1878,  οι Άγγλοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας ήρθαν στο Λουτρό Καρδίτσας και υπέγραψαν για λογαριασμό των Τούρκων την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την διάλυση των σωμάτων με την υπόσχεση γενικής αμνηστίας. Οι επαναστάτες αφού πέρασαν τα σύνορα, άλλοι με πλοία και άλλοι πεζοπορώντας,  μετέβησαν στον Πειραιά και στην Αθήνα (Μάιος 1878). Το υπόλοιπο διάστημα του ´78 τα χωριά που επαναστάτησαν υπέφεραν από τις ληστείες που διέπρατταν τα διάφορα σώματα Κιρκασίων και Τουρκαλβανών, αλλά και τακτικών ή άτακτων τουρκικών στρατευμάτων. Βιαιοπραγίες,  φυλακίσεις,λεηλασίες αρπαγές και φόνοι αθώων ακολούθησαν.

Έτσι άδοξα τελείωσε η Επανάσταση του Ολύμπου το 1878. Τα αποτελέσματα της στο στρατιωτικό τομέα δεν παρουσιάζουν επιτεύγματα. Διπλωματικά όμως,  ενίσχυσε την θέση της Ελλάδας στο συνέδριο του Βερολίνου, που αναθεώρησε τους όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, περιόρισε δηλαδή την Βουλγαρία στα φυσικά της σύνορα και απέδωσε στην Ελλάδα 3 χρόνια μετά, την Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου.

Παρά την κατάληξή της,  η Επανάσταση του Ολύμπου κράτησε  ζωντανό το επαναστατικό φρόνημα της Μακεδονίας και έθεσε τις βάσεις για τον Μακεδονικό Αγώνα των αρχών του 20ού αιώνα.