Στα τέλη του 17ου αλλά κυρίως στις αρχές του 18ου αιώνα, έρχονται στον Όλυμπο οι πρώτοι ενδιαφερόμενοι γεωλόγοι, βοτανολόγοι, τοπογράφοι, αλπινιστές, για να εξερευνήσουν το μυθικό βουνό και να κατακτήσουν τις κορυφές του.
Πρώτος έρχεται το 1780 ο αξιωματικός του γαλλικού Ναυτικού Charles Sonnini. Το 1806 ο William Martin Lake, περιηγείται τον Κάτω Όλυμπο και το 1830 ο Άγγλος διπλωμάτης David Urquhart, φθάνει σε κάποια από τις ψηλές κορυφές. Λίγα χρόνια αργότερα το 1855, ακολουθεί η πιο οργανωμένη προσπάθεια του Γάλλου αρχαιολόγου Leon Heuzey. Επίσης ο Γερμανός μηχανικός Ed Richter επιχειρεί χωρίς αποτέλεσμα, τρεις συνεχόμενες απόπειρες (1909, 1910, 1911) κατάκτησης των κορυφών.
Η ώρα όμως να φτάσει ο άνθρωπος στην κορυφή του Ολύμπου, ήρθε με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Τον Ιούλιο του 1913 Ο Χρήστος Κάκκαλος με δύο Ελβετούς ορειβάτες, τον διάσημο φωτογράφο Frédéric Boissonnas και τον Daniel Baud- Bovy, ξεκινούν για να κατακτήσουν την κορυφή.
«Ο ‘Όλυμπος μας φώναζε από τόσον καιρό», σημειώνει ο Ελβετός Boissonas, στο χρονικό του. «Η ομορφιά του δεν είναι μόνο στη φύση. Η ομορφιά του, είναι ομορφιά πνευματική. Εκφράζει το θείο”. Η 2α Αυγούστου 1913, είναι η ημέρα που για πρώτη φορά φθάνει ο άνθρωπος στην ψηλότερη κατοικία των Θεών. Ο δρόμος για τις κορυφές είχε ανοίξει.
Ο Frederic Boissonas γεννήθηκε στη φιλελληνική Γενεύη το 1858 και μεγάλωσε με την αίσθηση της αρχαιοελληνικής καταγωγής της οικογένειάς του από αποίκους στη Μασσαλία του 3ου αι. π.Χ. Μαθητεύει στα καλύτερα φωτογραφικά εργαστήρια της Ευρώπης, ενώ η φήμη του απογειώνεται με την εισαγωγή των εφαρμογών της φωτοχημείας και τη χρήση τηλεφακού. Κατακτά με το έργο του πολλά βραβεία και στο εργαστήριό του καταφθάνουν ονομαστοί άνθρωποι από όλη την Ευρώπη, για να φωτογραφηθούν στο ατελιέ του διάσημου πλέον φωτογράφου.
Το 1903 ξεκινά, με τον φίλο και συνεργάτη του Daniel Baud- Bovy, Πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης, την αποστολή φωτογράφισης της Ελλάδας, η οποία τους μαγεύει. Τα ταξίδια διαδέχονται το ένα το άλλο και το 1913 έρχονται στον ελληνικό βορρά για να ετοιμάσουν ένα λεύκωμα, που τους έχει παραγγείλει η ελληνική κυβέρνηση, με θέμα της εποποιία του ελληνικού στρατού, κατά την απελευθερωτική του πορεία. Φθάνοντας από την Ήπειρο και την Πίνδο στη Θεσσαλονίκη, προκύπτει η ανάγκη διπλού εμβολιασμού – λόγω της επιδημίας χολέρας – και εκμεταλλευόμενοι το μεσοδιάστημα μίας εβδομάδας, επισκέπτονται τον Όλυμπο, κάνοντας ένα παλιό τους όνειρο πραγματικότητα. Η επίσκεψη αυτή έμελλε να αποτελέσει ιστορικό γεγονός, για τον ίδιο τον Boissonas και τον συνεργάτη του, για τον Χρήστο Κάκκαλο, για την παγκόσμια προβολή του Ολύμπου και για την ορειβατική ιστορία του βουνού.
Η ομάδα ξεκινά για τη Μονή Αγίου Διονυσίου στις 29 Ιουλίου 1913 και κατασκηνώνουν στην Πετρόστρουγκα. Στις 30 Ιουλίου ανεβαίνουν στη Σκούρτα, στον Προφήτη Ηλία (“Θρόνος του Δία”) και στο Σκολιό (“Μαύρη Κορυφή”). Έπειτα από μια χιονοθύελλα στα Πριόνια, στις 31 Ιουλίου φθάνουν σε μια κορυφή που την ονομάζουν αρχικά “Ταρπηία Πέτρα” (σήμερα Μικρός Μύτικας) και τη θεωρούν ως την υψηλότερη.
Αργότερα όμως, όταν καθαρίζει λίγο ο ουρανός φαίνεται ο Μύτικας. Ο Κάκκαλος με γυμνά πόδια ανεβαίνει πρώτος στην κορυφή, την οποία τότε ονόμασαν “Κορυφή της Νίκης”, προς τιμήν της νικηφόρου μάχης των Ελλήνων στα στενά του Σαρανταπόρου. Οι άλλοι ακολουθούσαν πίσω του «από τα σημάδια απ΄ το αίμα, που αφήνουν τα σχισμένα του πόδια πάνω στα βράχια», αφηγείται ο Frederic Boissonnas. Στις 2 Αυγούστου, και ώρα 10 και 25΄ το πρωί κατακτούν, την μέχρι εκείνη τη στιγμή, απάτητη κορυφή του Ολύμπου. Η ανάβαση γίνεται λίγα χρόνια αργότερα γνωστή, με τη δημοσίευση το 1919 του βιβλίου του Ελβετού φωτογράφου “La Grece Immortelle” (“Η Αθάνατη Ελλάδα”).
Στον Όλυμπο ο Boissonas ξανάρχεται με τον Daniel Baud- Bovy το 1919, 1921 και το 1927 και αποκτά πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Πραγματοποιεί εκθέσεις και διαλέξεις στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές πόλεις, ως ένας άτυπος πρεσβευτής της Ελλάδας, που τόσο αγάπησε.