Ο Χριστόφορος Περραιβός γεννήθηκε το 1773 στους Παλαιούς Πόρους (Παλαιά Πούρλια). Το πραγματικό επίθετο της οικογενείας του ήταν Χατζηβασιλείου, το οποίο άλλαξε σε Περραιβός, από την αρχαία ονομασία της περιοχής καταγωγής του. Υπήρξε στρατιωτικός, πολιτικός, αγωνιστής του εικοσιένα, δάσκαλος, στιχουργός και συγγραφέας πολεμικών απομνημονευμάτων.
Το 1793 σπουδάζει στην ακμάζουσα τότε ελληνική Σχολή του Βουκουρεστίου και το 1796 μεταβαίνει στη Βιέννη, προκειμένου να σπουδάσει ιατρική. Εκεί συναντά τον Ρήγα Φεραίο και γίνεται οπαδός του.
Κατά τη σύλληψή τους, από τις Αυστριακές Αρχές, ο Περραιβός αφήνεται ελεύθερος, αφού τον καλύπτει ο Ρήγας. Αργότερα, οι Γάλλοι εκτιμώντας τα οργανωτικά του προσόντα, του εμπιστεύονται πολλές δύσκολες αποστολές σε διεργασίες.
Στην Κέρκυρα όπου μένει αρκετά χρόνια, μέχρι το 1817, γράφει την “Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας” την οποία εκδίδει στο Παρίσι το 1803 (μόνο τον α΄ τόμο) και στη συνέχεια το 1815 εκδίδει πλήρως το έργο του στη Βενετία. Αργότερα το 1857 ακολούθησε η τρίτη έκδοση, διορθωμένη.
Το 1817 γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Από την εποχή αυτή αρχίζει και η νέα δράση του Περραιβού. Κατ΄ εντολή της Εταιρείας, αναλαμβάνει να προετοιμάσει τη μεγάλη εξέγερση στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά την Επανάσταση του 1821, δρα ως πολιτικός και ως στρατιωτικός. Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Περραιβός τίθεται υπό τις διαταγές του Υψηλάντη και τον ακολουθεί στις εκστρατείες του εναντίον των Τούρκων.
Λαμβάνει μέρος ως πληρεξούσιος στη Γ’ Εθνοσυνέλευση και στη Δ’ Εθνοσυνέλευση Άργους.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου, διορίζεται συνταγματάρχης στη Βασιλική φάλαγγα. Στις 18 Μαρτίου του 1844 ο Βασιλιάς Όθωνας του απονέμει τον βαθμό του υποστράτηγου.
Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία ενενήντα περίπου χρόνων, στις 4 Μαΐου 1863.